ἠλακάτης

ἠλακάτης
ἠλακάτη
distaff
fem gen sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοραίος — κοραῑος, αία, ον (Α) [κόρη] πάπ. αυτός που ανήκει σε κόρη («ἠλακάτης δὲ κοραίης», πάπ.) …   Dictionary of Greek

  • υπερίστιον — τὸ, Α (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) το πάνω μέρος τής ηλακάτης, τής ρόκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἱστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”